- παραλογισμός
- ό, ΝΜΑ [παραλογίζομαι]εσφαλμένος τρόπος τού συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμόςνεοελλ.-μσν.(φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων τής λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματααρχ.1. εσφαλμένο συμπέρασμα2. απάτη με δόλο, εξαπάτηση («ἐπιβουλὴν καὶ παραλογισμὸν ἡγούμενοι», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.